- συγγνωστά
- συγγνωστόςpardonableneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυγγνώσθ' — συγγνωστά , συγγνωστός pardonable neut nom/voc/acc pl συγγνωστέ , συγγνωστός pardonable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνώσθ' — συγγνωστά , συγγνωστός pardonable neut nom/voc/acc pl συγγνωστέ , συγγνωστός pardonable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνώστ' — συγγνωστά , συγγνωστός pardonable neut nom/voc/acc pl συγγνωστέ , συγγνωστός pardonable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνωστός — ή, ό / συγγνωστός, όν, ΝΑ, θηλ. και ή Α [συγγιγνώσκω] άξιος συγγνώμης, αυτός που πρέπει ή μπορεί να συγχωρηθεί νεοελλ. συνεκδ. αυτός που έχει συγχωρηθεί, συγχωρημένος αρχ. φρ. «συγγνωστόν [ή συγγνωστά] ἐστι» είναι άξιο συγχώρησης το να.... επίρρ … Dictionary of Greek